- υδατολογία
- ηη υδρολογία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδατολογία — η, Ν η υδρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
υδατολογικός — ή, ό επίρρ. ά που αναφέρεται στην υδατολογία ή στον υδατολόγο (βλ. λλ.), ο υδρολογικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρολογία — η επιστήμη που μελετά την κυκλοφορία των νερών στο έδαφος και στο υπέδαφος, η υδατολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)